- εξαεριούμαι
- (ο ) улетучиваться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξαεριώνομαι — και εξαεριούμαι, όομαι (για στερεά που μεταβαίνουν στην κατάσταση τού αερίου) μετατρέπομαι σε αέριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για νεόπλαστη λόγια λέξη < εξ + αέριο(ν)] … Dictionary of Greek