εξαεριούμαι

εξαεριούμαι
(ο ) улетучиваться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εξαεριούμαι" в других словарях:

  • εξαεριώνομαι — και εξαεριούμαι, όομαι (για στερεά που μεταβαίνουν στην κατάσταση τού αερίου) μετατρέπομαι σε αέριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για νεόπλαστη λόγια λέξη < εξ + αέριο(ν)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»